καλοθωρώ
Смотреть что такое "καλοθωρώ" в других словарях:
καλοθωρώ — καλόειδα και καλόδα, βλέπω καλά: Ποιος είσαι συ, δε σε καλοθωρώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοθωρώ — 1. διακρίνω καλά, βλέπω καθαρά 2. αντικρύζω κάτι ευμενώς, με συμπάθεια 3. διακρίνω με τον λογισμό μου κάτι σαφώς, ξεκαθαρίζω μέσα στον νου μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (< επίρρ. καλά) + θωρώ] … Dictionary of Greek
καλοθώρητος — η, ο [καλοθωρώ] 1. αυτός που διακρίνεται καλά, καθαρά 2. αυτός τον οποίο βλέπει κάποιος με ευχαρίστηση ή με συμπάθεια, ο ωραίας εμφανίσεως … Dictionary of Greek